πατημασιά — η ίχνος ποδιού, αχνάρι, πατησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλογοπατημασιά — η και πατησιά κοίλωμα που σχηματίζει η πατημασιά τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πατημασιά] … Dictionary of Greek
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
ίχνιον — ἴχνιον, τὸ (Α) [ίχνος] (υποκορ. τού ίχνος) 1. το πάτημα τού ποδιού, η πατημασιά 2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.) 3. φρ. α) «ἴχνιον ἑδράζομαι» στηρίζω το πόδι β) «μετ ἴχνια βαίνω» ή «κατ ἴχνια ἐφέπομαι» ακολουθώ … Dictionary of Greek
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… … Dictionary of Greek
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
πατησιά — η βλ. πατημασιά … Dictionary of Greek
ποδαριά — η, Ν ίχνος ποδιού, πατημασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. αγκων ιά] … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek